Σκέψεις και προβληματισμοί, για το σήμερα, το αύριο και το μέλλον της Τουρκίας του Ρετζέπ Ταγγίπ Ερντογάν

Γράφει ο Αλέκος Παπαδόπουλος

Παρακολουθώ πάντοτε με ενδιαφέρον τις εκάστοτε εξελίξεις στην Τουρκία. Γεννημένος στην Πόλη που θεωρώ και είναι άλλωστε πατρίδα μου, προσπαθώ να αξιοποιώ από πλευράς μου και με όσα μέσα και γνώσεις διαθέτω, κάθε γεγονός και κάθε είδηση που προέρχεται από τη γείτονα. Αφενός γιατί είναι δίπλα μας ως χώρα και κυρίως ως προς τον πληθυσμό της που προσεγγίζει τα 80 εκατομμύρια. Και καθένας που είναι προικισμένος έστω και με στοιχειώδη λογική, πρέπει αν όχι να θλίβεται, ασφαλώς όμως να ανησυχεί και να προβληματίζεται, όταν η διπλανή του χώρα οδεύει προς το άγνωστο, με όλες τις ενδεχόμενες συνέπειες μιας ακραίας κατάληξης ή έστω και προσωρινής ανωμαλίας.

Προσωπικά. Και το ομολογώ απερίφραστα, ανήκω στην κατηγορία αυτών, που είχαν πιστέψει στον σημερινό Πρόεδρο της Τουρκίας. Είχα χειροκροτήσει την ανάδειξη του Ρετζέπ Ταγγίπ Ερντογάν, από το “πουθενά” στο πρωθυπουργικό αξίωμα της χώρας του. Τις προθέσεις του, τις υποσχέσεις του, τις αρχές που διεκήρυττε και εφάρμοζε. Όχι μόνο στα πρώτα, αλλά και στα επόμενα βήματα της πολιτικής του σταδιοδρομίας. Αναγνώριζα στο πρόσωπό του τον διάδοχο του Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ, που θα τελειοποιούσε και θα ολοκλήρωνε το έργο εκείνου, στα αχνάρια του και στο πλαίσιο μιας σύγχρονης και προοδευτικής δημοκρατίας. Επικρότησα ακόμη, την τακτική που φαινόταν αποφασισμένος να ακολουθήσει στα χρόνια αιτήματα των Κούρδων και την ανταλλαγή απόψεων που είχε επιχειρηθεί με τον από το 1999 έγκλειστο στη νήσο Ιμραλή, ισοβίτη ηγέτη τους Αμπντουλλάχ Οτζαλάν.

Αίφνης όμως αλλάζει πορεία. Η αλλαγή αυτή αρχικά είναι βαθμιαία. Ορισμένοι την αποδίδουν στα πρώτα συμπτώματα μιας μέθης της εξουσίας. Στη συνέχεια όμως γίνεται λόγος για το “σύνδρομο της ύβρεως”, όπως χαρακτήρισε ανάλογες περιπτώσεις ο Βρετανός πολιτικός και συγγραφέας, Ντέιβιντ Ουέν, ο οποίος μάλιστα σε μια φάση διετέλεσε και υπουργός εξωτερικών της Αγγλίας. Λεπτομερής ανάλυση της πάθησης γίνεται εκ μέρους του, στο βιβλίο του με τίτλο “The Hubris Syndrome”. Σύνδρομο που είχε διαγνωσθεί και στον Ξέρξη, του οποίου ως αναφέρεται, η αλαζονεία είχε υπερβεί κάθε όριο.

Υποστηρίζει λοιπόν ο Ουέν, ότι η εξουσία επιφέρει αλλαγές στον χαρακτήρα των ατόμων, όταν οι όποιες επιτυχίες και διακρίσεις τους, ενισχύουν την αυτοπεποίθησή τους, σε σημείο να θεωρούν εαυτούς αλάθητους, να αψηφούν τις εισηγήσεις των στενών συνεργατών τους, να τους απομακρύνουν από το στενό τους περιβάλλον και να τους αντικαθιστούν συνήθως με άλλους, γνωστούς ως “yes man”.

Θα αναφερθώ όμως και σε ένα άλλο άρθρο που φέρει την υπογραφή τού Έλληνα καθηγητού καρδιολογίας Χριστόδουλου Στεφανίδη, ο οποίος υπενθυμίζει στους φιλίστορες, ότι της αυτής πάθησης θα έπασχε μάλλον και ο Μέγας Αλέξανδρος, ο οποίος όταν το 328 π.Χ. βρισκόταν στη Σαμαρκάνδη την πρωτεύουσα της Σογδιανής, σκότωσε με τη λόγχη του τον Μακεδόνα στρατηγό Κλείστο, παρότι στον Γρανικό ποταμό αυτός του είχε σώσει τη ζωή και ήταν από τους πλέον έμπιστους συντρόφους του. Απλά και μόνο επειδή σε αντίθεση με τους αυλοκόλακές του που τον είχαν πείσει ότι έχει θεϊκή καταγωγή, τόλμησε να αντιπαρατεθεί, θυμίζοντάς του ότι ήταν γιος του Φιλίππου και όχι του Άμμωνα Δία. Ο μόνος δε τρόπος ίασης των πασχόντων της συγκεκριμένης κατηγορίας καταλήγει ο Έλληνας καθηγητής, είναι η απομάκρυνσή τους από την εξουσία με την ψήφο του λαού.

Βεβαίως ο Ερντογάν, απολαμβάνει σήμερα της εμπιστοσύνης και της αγάπης μιας μεγίστης μερίδας, ίσως και της πλειοψηφίας του τουρκικού λαού. Κατέλαβε επάξια το ύψιστο αξίωμα στη χώρα του. Λογικά θα έπρεπε ίσως να έχει κορέσει κάθε του δίψα. Επί δεκατέσσερα χρόνια στην εξουσία ως Πρωθυπουργός και Πρόεδρος από το 2014 και προγενέστερα  ως Δήμαρχος Ισταμπούλ, γνώρισε τιμές που κανείς άλλος δεν έχει αξιωθεί σε χώρα δημοκρατική. Και όμως δεν εννοεί να περιφράξει τη φιλοδοξία του. Διεκδικεί και άλλα και άλλα και πρώτιστα θέλει να γίνει ο “απόλυτος άρχων” της χώρας του, αποκαθηλώνοντας ακόμη και αυτόν τον αναμορφωτή της Τουρκίας και ιδρυτή της Τουρκικής Δημοκρατίας Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ, που ενώ μέχρι πρότινος ουδείς τολμούσε να αμφισβητήσει, σήμερα συμβαίνει το αντίθετο όταν εκτός των άλλων και ο ίδιος τον κρίνει και τον επικρίνει δημοσίως. Δεδομένου ότι τα χαρίσματά του είναι πανθομολογούμενα, γενικεύεται σήμερα το ερώτημα για ποιο λόγο, ενώ θα μπορούσε να δοξασθεί, ακόμη και να σκιάσει τον ιστορικό προκάτοχό του με το έργο του, προτίμησε να ακολουθήσει μια διαφορετική τακτική, διχαστική, παρεξηγήσιμη ίσως και αναποτελεσματική. Δεν θα υιοθετήσω τα όσα λέγονται και γράφονται, άλλα στο προσκήνιο και άλλα στο παρασκήνιο, αναφορικά με το πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου. Είναι εξάλλου γεγονός, ότι μέχρι και σήμερα, ουδείς μπόρεσε να μας διαβεβαιώσει τεκμηριωμένα, ποιος ήταν ο οργανωτής του. Ο ίδιος το αποδίδει στην αδελφότητα “Χιζμέτ” που ίδρυσε ο αυτοεξόριστος στην Πενσυλβάνια των ΗΠΑ και μέντορας του Φετουλλάχ Γκιουλέν. Άλλοι στην Αμερική δια της CIA και άλλοι σε προβοκάτσια, με στόχο τη φίμωση κάθε αντίπαλης φωνής, συμπεριλαμβανομένης και αυτής των Κεμαλικών και των Ενόπλων Δυνάμεων της χώρας. Προβληματισμένος από το κενό που προέκυψε στις σχέσεις του με την Αμερική, φρόντισε έγκαιρα να στραφεί προς τη Ρωσία, ποιος όμως μπορεί σήμερα να του εγγυηθεί την υποστήριξη του Πούτιν, αν πραγματωθεί η προεκλογικά εξαγγελθείσα προσέγγιση των δύο υπερδυνάμεων, Αμερικής και Ρωσίας.

Σήμερα και ενώ συνεχίζονται οι εκκαθαρίσεις στον στρατό, στην αστυνομία, στις τάξεις της δικαιοσύνης, στις τάξεις της παιδείας, οι υπό διωγμό διατελούντες,  υπερβαίνουν τις  100.000 και καθίσταται εμφανής ο διχασμός του τουρκικού λαού με ανοικτά παράλληλα, τόσο τα παραμεθόρια μέτωπα στη Συρία και στο Ιράκ, όσο και αυτό με τους Κούρδους του PKK, λίαν δε προσεχώς στις 16 του Απρίλη θα κληθεί ο τουρκικός λαός να ψηφίσει την αλλαγή του Συντάγματος και την εγκαθίδρυση της Προεδρικής Δημοκρατίας, που αν πει ο λαός το “ναι”, το όνειρο του Ερντογάν θα έχει πραγματωθεί οπότε και θα μεταβιβασθεί αυτόματα σε αυτόν η εκτελεστική εξουσία στο σύνολό της, χωρίς να μεσολαβεί καμιά άλλου είδους εξουσία. Θα μπορεί ο Ερντογάν να κυβερνά με διατάγματα, να αποφασίζει μόνος του για τον προϋπολογισμό του κράτους, να διαλύει τη βουλή, να κηρύσσει κατάσταση έκτακτης ανάγκης, να διορίζει τα ανώτατα στελέχη του κράτους και όχι μόνο, να διορίζει τους δικαστικούς λειτουργούς και φυσικά να διατηρεί την ηγεσία του Κόμματός του. Και         αν πάλι πει “όχι” με την αλλαγή του σεναρίου, ουδείς μπορεί να προβλέψει, ίσως ούτε και ο ίδιος πώς θα κινηθεί, απρόβλεπτος όπως θεωρείται.

Αφελής η σκέψη και όμως θα μπορούσε να αποτελέσει την απαρχή μιας νέας περιόδου για την Τουρκία, αλλά και να καθιερώσει τον Ρετζέπ Ταγγίπ Ερντογάν, ως έναν αναμφισβήτητο και πράγματι λαοπρόβλητο ηγέτη, που θα στήριζαν στο επικείμενο δημοψήφισμα όχι μόνο οι οπαδοί του, αλλά πολλοί πολλοί, εκατομμύρια περισσότεροι, αν είχε το θάρρος, αποδείκνυε τη μεγαλοψυχία του και απένειμε χάρη σε όλους τους πολιτικούς κρατούμενους και έγκλειστους στις φυλακές, αν έτεινε χείρα φιλίας προς όλους που θεωρεί εχθρούς του και ταυτόχρονα αντί να αναζητεί φίλους και συμμάχους στην Τανζανία και στη Μοζαμβίκη, βελτίωνε τις σχέσεις της χώρας του πρωτίστως με τους γείτονές του, παραιτούμενους περαιτέρω διεκδικήσεων και βλέψεων.

Έχω όμως και μία όχι σκέψη, ερώτηση. Δεδομένου ότι ουδείς είναι αθάνατος, έχει μήπως αναλογισθεί ο Πρόεδρος Ερντογάν  του οποίου την φιλοπατρία ουδείς έχει αμφισβητήσει τι θα γίνει, αν ο όποιος διάδοχός του, δεν θα διαθέτει τα ίδια με αυτόν προσόντα, ώστε να επωμισθεί τα δικαιώματα και τις ευθύνες του “απόλυτου άρχοντος” που επιδιώκει να επωμισθεί εκείνος.