Γράφει η Μάρω Σιδέρη

Tο άγριο ξύπνημα της παραμονής…

Από όλο το Δωδεκαήμερο των Χριστουγέννων, η παραμονή των Φώτων έχει χαραχτεί στη μνήμη μου και με ακολουθεί… καμιά άλλη μέρα του χρόνου δεν έχει επιβάλλει τα έθιμά της στη συνείδησή μου τόσο απόλυτα, όσο η πέμπτη ημέρα του νέου χρόνου, γιατί καμιά άλλη παραμονή τρανής γιορτής δεν έχει τόση ζωντάνια και τόση ιστορία: Όσοι είχαμε την ευλογία να ζήσουμε τα παιδικά μας χρόνια μακριά από την αστική αυτοματοποίηση, ξέρουμε ότι την παραμονή των Φώτων το σπίτι πρέπει να είναι πεντακάθαρο και τακτοποιημένο… από πιτσιρικάδες ξέραμε ότι έπρεπε να μαζέψουμε ρούχα και παιχνίδια από βραδύς, γιατί την παραμονή θα περνούσε ο παπάς για να αγιάσει τα σπίτια και δεν έπρεπε το δωμάτιό μας να ήταν αχούρι: “θα πει ότι από δω περάσαν οι καλικάντζαροι” μας έλεγε η μάνα μου κι όσο κι αν αντιδρούσαμε, μέσα μου περνούσε η σκέψη: “ρε μπας και αυτός είναι ο λόγος που το δωμάτιό μου έχει τον ασυμμάζευτο;” Έτσι πάλευα να μαζέψω τα παιχνίδια που είχαν ανοιχτεί από την πρωτοχρονιά, μπερδεμένα με κάλτσες και μπουφάν ένα κουβάρι, για να μην έχει να λέει ο παπάς ότι στο δωμάτιό μου αναπαύονται ταγκαλάκια!
Έπειτα ήταν η εξήγηση που έκανε η μάνα μου… καθαρές κουβέντες, ισχυρές σαν αξιώματα: αύριο ο παπάς περνάει νωρίς… 7 το πρωί θα σας ξυπνήσω για να στρώσετε τα κρεβάτια σας…”

Άλλο μανίκι κι αυτό! από τις 7 δεν ξυπνούσα ούτε στις ημέρες του σχολείου… μα η παραμονή των Φώτων ήταν πιο σημαντική από το σχολείο, γιατί το σχολείο δεν είχε – πίστευα τότε- καλικάντζαρους που ήθελαν να κόψουν το δέντρο της γης και να μας ρίξουν όλους χάμω! Κι όσο κι αν αντιδρούσα, έτσι για την τιμή της επανάστασης, θυμάμαι ότι το πρωί της παραμονής ξυπνούσα σε ένα παράξενα τακτοποιημένο κρεβάτι! ‘Όλα τα άλλα πρωινά του χρόνου με έβρισκαν πάνω σε βομβαρδισμένο πεδίο, με κατωσέντονα μαζεμένα ένα κουβάρι, με πανωσέντονα στο πάτωμα, με το μαξιλάρι στα πόδια, που έλεγες, πως τούτο το παιδί δεν κοιμόταν όλο το βράδυ… έπαιζε μποξ πάνω σε ρινγκ… κι όμως το πρωινό της παραμονής των Φώτων, ήταν το μοναδικό που με έβρισκε σκεπασμένη, με το μαξιλάρι στη θέση του, με τα σεντόνια όπως έπρεπε… τόσο που το στρώσιμο του ήταν απλά τέντωμα και τακτοποίηση… πόσο έγνοια πρέπει να είχα μη και δεν προλάβω να φτιάξω το δωμάτιό μου πριν έρθει ο παπάς! κι έπειτα ντυνόμαστε και απλά περιμέναμε… περιμέναμε… και περιμέναμε… γιατί, όπως έμαθα πολύ αργότερα, δεν υπάρχει λειτουργία που να τελειώνει στις 7 το πρωί, άρα ο παπάς άρχιζε να αγιάζει τα σπίτια γύρω στις 9… στο γυμνάσιο πια κατάλαβα ότι αυτά τα “σηκωθείτε γιατί έρχεται ο παπάς” είναι μαμαδίστικα γυμνάσια…
είχαμε και κάλαντα την παραμονή των φώτων που ήταν χειρότερα από τα κάλαντα της παραμονής των Χριστουγέννων: πρώτα – πρώτα δεν κατόρθωσα ποτέ ως παιδί να τραγουδήσω όλο το κάλαντο των Θεοφανείων ως το τέλος, γιατί οι νοικοκυραίοι, ξεπαραδιασμένοι από τα προηγούμενα κάλαντα, όπως απόλυτα κατανοώ τώρα, όλο “μας τα ‘παν άλλοι” απαντούσαν, στο ερώτημά μας αν μπορούσαμε να τα πούμε… δίκιο είχαν οι χριστιανοί, αλλά η παιδική σκέψη είναι αμείλικτη σαν Μεσαιωνικός Ιεροεξεταστής: φεύγοντας απογοητευμένοι από κάθε σπίτι, είχαμε βγάλει το πόρισμα: “τσιγκούνηδες και γκρινιάρηδες μένουν εδώ!” Αν κάτι χρωστάω, έστω και αργά είναι μια συγγνώμη σε όλους αυτούς που η παιδική μου αυστηρότητα καταδίκαζε τόσο απόλυτα…
Η δεύτερη δυσκολία των καλάντων ήταν το σπίτι της θείας μου της Ζωής… εκείνη πάντα μας καλοδεχόταν, Χριστούγεννα, Πρωτοχρονιά, Φώτα και ήταν και ο σταθμός ανεφοδιασμού και ανάπαυσης πάντα… η συγκλονιστική θεία Ζωή έφτιαχνε καταπληκτικά μελομακάρονα, που μας φαίνονταν πιο γευστικά λόγω πείνας! Ναι, αλλά ενώ την παραμονή των Χριστουγέννων μας κερνούσε και έλεγε πάντα την ίδια ατάκα: “κανονικά σήμερα δεν τρώμε λάδι, αλλά εσείς παιδιά είστε και δεν πειράζει…”, την παραμονή των Φώτων ήταν ανένδοτη! “Δε σας δίνω μελομακάρονα, γιατί σήμερα δεν τρώμε λάδι!” τελεία και παύλα… την παραμονή των Φώτων το “είμαι παιδί” δεν ήταν άλλοθι… παιδί, ξεπαιδί, η παραμονή των Φώτων είναι Μεγαλοπαρασκευγιατικη” νηστεία, που σημαίνει… πείνα!!! Όχι πως δε μας περιποιόταν η θεία Ζωή η αγαπημένη, αλλά πώς να ροκανίσεις φιστίκια και μήλα, όταν σου γνέφουν οι κουραμπιέδες και οι δίπλες στο τραπέζι; Ποιείς την ανάγκη φιλοτιμία, φυσικά, αλλά κακά τα ψέματα: τα φιστίκια της παραμονής των Φώτων έχουν γεύση βασανιστική!
Τι κρατάω από όλες αυτές τις αναμνήσεις? Όλες! Ούτε μια δεν μου έχει αφήσει πληγές, μα όλες σαν τις θυμάμαι μου φέρνουν χαμόγελο στα χείλη και μια ηρεμία στην ψυχή… είναι όμορφη η παραμονή των Φώτων: το ξύπνημά της άγριο, μα η μέρα της γαλήνια και αληθινή, ένας πίνακας από τα παλιά που ζωντανεύει για να με κάνει και πάλι παιδί…

Υ.Γ. την παραμονή των φώτων σιγοψυθιρίζω πάντα το τραγούδι -παρωδία των καλάντων, που μας έλεγε η μάνα μου για να ισοφαρίσει (πιστεύω) τα πρωινά γυμνάσια:
-Εν Ιορδάνη… που είν’ η μάνα σου ρε Γιάννη;
-Είναι στον ποταμό και πλένει…
-Βρε την καταραμένη!
-Εδώ σου άφησε ένα τάλιρο δέσποτα!
-Ε, ας είν’ ευλογημένη κι ας είν’ στον ποταμό και πλένει…